πάπλωμα

πάπλωμα
το
είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση τού ἅπλωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάπλωμα — το κλινοσκέπασμα: Ν’ απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά σου (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφάπλωμα — και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) [εφαπλώ] καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα …   Dictionary of Greek

  • паполома — покрывало, одеяло , только др. русск., СПИ, Новгор. Кормч. 1280 г.; см. Срезн. II, 877. Из ср. греч. πάπλωμα от греч. ἑφάπλωμα – то же; см. Корш, AfslPh 9, 663; Фасмер, Гр. сл. эт. 142; Маценауэр 401. Из того же источника происходит рум. plapomă …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Lipsi (Insel) — Gemeinde Lipsi Δήμος Λειψών (Λειψοί) …   Deutsch Wikipedia

  • паполома — погребальное покрывало (2): Бориса же Вячеславлича слава на судъ приведе, и на Канину зелену паполому постла за обиду Олгову, храбра и млада князя. 15 16. Си ночь съ вечера одѣвахуть мя, рече (Святослав), чръною паполомою, на кроваты тисовѣ. 23.… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • паполома — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (παπλῶμα) покрывало, покров …   Словарь церковнославянского языка

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • εντύλη — ἐντύλη, η (Α) μάλλινο πάπλωμα ή στρώμα …   Dictionary of Greek

  • θύκια — τα (λαϊκ. τ.) φύκια («είχε τα θύκια πάπλωμα», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θύκια αντί φύκια. Η εναλλαγή (θ) / (f) απαντά σε ορισμένους δημώδεις τ. (πρβλ. θηκάρι / φηκάρι)] …   Dictionary of Greek

  • καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”